- γιαπί
- τό1) стройка, новостройка, строящийся дом; 2) строительные подмостки, леса
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιαπί — το (λ. τουρκ.), σκελετός οικοδομής της οποίας το χτίσιμο δεν έχει ολοκληρωθεί: Όλη μέρα στο γιαπί τον έκαψε ο ήλιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιαπί — το 1. ο σκελετός οικοδομής υπό κατασκευήν 2. οι σκαλωσιές μιας οικοδομής 3. ατέλειωτη οικοδομή. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < τουρκ. yapi] … Dictionary of Greek
γιαπιτζής — ο αυτός που εργάζεται στο γιαπί, ο οικοδόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)